- ἐπανίσταμαι
- ἐπανίστημιset up againpres ind mp 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανίστημι — (AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) [ίστημι] παθ. επανίσταμαι γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.) μσν. καθιστώ αρχ. 1. ανεγείρω εκ νέου 2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου… … Dictionary of Greek
επαναστάτης — ο (θηλ. επαναστάτρια) [επανίσταμαι] 1. αυτός που επαναστατεί, που συμμετέχει σε επανάσταση 2. αυτός που υποστηρίζει και ακολουθεί επαναστατικές ιδέες, ριζικές μεταβολές 3. (ειδ.) μέλος επαναστικής οργανώσεως 4. αυτός που δείχνει τάσεις… … Dictionary of Greek
προσεπανίσταμαι — Α 1. επαναστατώ εναντίον κάποιου επί πλέον 2. εναντιώνομαι ακόμη περισσότερο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπανίσταμαι «εξεγείρομαι, επαναστατώ, γίνομαι αντίπαλος»] … Dictionary of Greek
ՅԱՌՆԵՄ — (յարեայ, արի՛, յարուցեալ,) NBH 2 0338 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c ἁνίσταμαι, ἑπανίσταμαι , ἑφίσταμαι, ἑξανίσταμαι եւն. surgo, resurgo, exsurgo, assurgo եւ ἑγείρομαι, ἑξεγείρομαι excitor, erigor, expergifacior, in vitam reddor… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)